- βέργα
- 1) baguette2) barre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… … Dictionary of Greek
βέργα — η 1. ίσιο και λεπτό, ευλύγιστο κλαδί, καθαρισμένο από τα φύλλα: Στο παρελθόν οι δάσκαλοι συνήθιζαν να τιμωρούν τους μαθητές χρησιμοποιώντας βέργες. 2. στενόμακρη μετάλλινη ράβδος: Κάποιοι κάνουν καταθέσεις με τη μορφή βεργών χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Βέργα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 11 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στα ΝΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας … Dictionary of Greek
Κάτω Βέργα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 8 χλμ. ΝΑ της πόλης της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας … Dictionary of Greek
βεργώνω — [βέργα] 1. χαράζω ευθείες γραμμές με τη βέργα 2. στηρίζω με ξερές βέργες κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω 3. γίνομαι σκληρός σαν βέργα … Dictionary of Greek
βεργί — το (Μ βεργίν και βεργίον) 1. μικρή, λεπτή βέργα 2. κλαδί δέντρου ή θάμνου νεοελλ. 1. ιξόβεργα, ξόβεργο 2. ξύλινο στεφάνι βαρελιού 3. ο πλάστης, με τον οποίο ανοίγονται τα φύλλα της ζύμης μσν. 1. σκήπτρο 2. βέλος 3. πολεμικό όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
βεργίζω — 1. χτυπώ με βέργα 2. κόβω τις ξερές βέργες του κλήματος 3. (και βεργίζομαι) λυγίζω σαν βέργα … Dictionary of Greek
βιτσάλι — το (Μ βιτάλιν) μικρή βέργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσάλι είναι υποκορ. του ουσ. βίτσα, ενώ το μσν. βιτάλιν πιθ. < λατ. vitis «βέργα από κλήμα»] … Dictionary of Greek
κυπαρισσοβεργόλικος — κυπαρισσοβεργόλικος, ον και κυπαρισσοβεργόλυγος, ον (Μ) αυτός που είναι ίσιος σαν κυπαρίσσι και λυγερός σαν βέργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι(ν) + βεργόλικος/ βεργόλυγος «λυγερός σαν βέργα»] … Dictionary of Greek
ξόβεργα — και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το 1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών 2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek